- Ἀγγελίων
- Ἀγγελίωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγγελίων — (6ος αι. π.Χ.).Γλύπτης. Σε συνεργασία με τον Τευκταίο κατασκεύασε το γιγάντιο άγαλμα του Δηλίου Απόλλωνα, που στο ένα του χέρι (αριστερό) κρατούσε τόξο και στο άλλο τις Tρεις Χάριτες, που καθεμιά της κρατούσε και από ένα μουσικό όργανο … Dictionary of Greek
ἀγγελιῶν — ἀγγελία message fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίων — ἀγγέλλω bear a message fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγγελίωνος — Ἀγγελίων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
αγγελιοδοσία — η [αγγελιοδότης] 1. διαδικασία διαβιβάσεως αγγελιών 2. παροχή αγγελιών … Dictionary of Greek
άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
δημοσίευση — η (AM δημοσίευσις) [δημοσιεύω] γνωστοποίηση νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση μέσω τού Τύπου 2. η καταχώριση σε έντυπο πληροφοριών, αγγελιών, άρθρων, μελετών 3. η έκδοση σε βιβλίο αρχ. η εμφάνιση ενώπιον τής έκκλησίας τού δήμου … Dictionary of Greek
εξαγγελία — η (AM ἐξαγγελία) νεοελλ. αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση μσν. 1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.) 2. εξομολόγηση αρχ. 1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς … Dictionary of Greek